Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αέρισμα
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αέρισμα το [aérizma] Ο49 : η διαδικασία του αερίζω. α. η ανανέωση του αέρα κλειστού χώρου: Tο σπίτι θέλει ~. β. η έκθεση σε ανοιχτό χώρο: Έβγαλα τα ρούχα για ~.

[αερισ- (αερίζω) -μα]

[Λεξικό Γεωργακά]
αέρισμα [aérizma] το,
  • exposing sth to the air, airing, ventilation, aeration (syn αερισμός, εξαερισμός):
    • κάποιο ύφασμα θρησκευτικό ... και στη φτωχή μου ποίηση δείχνεται, ... και η γνωριμιά σου έχει συντελέσει στο ~καιστοξανακαινούργωμα του μυστικού αυτού υφάσματος (Palam).
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες