Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αέρι
69 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αέρι το [aéri] & αγέρι το [ajéri] Ο44α : (λογοτ.) ελαφρός αέρας, άνεμος· αεράκι: ~ της αυγής / της θάλασσας. Εφούσκωνε τ΄ ~ λευκότατα πανιά.

[μσν. αέριν, *αγέριν υποκορ. του αέρ(ας), αγέρ(ας) -ι(ο)ν]

[Λεξικό Κριαρά]
αέρι το,
βλ. αέριον.
[Λεξικό Γεωργακά]
αέρι [aéri] το, (& αγέρι)
  • ① light or soft wind, breeze (syn in αεράκι):
    • τ' ανοιξιάτικο αγέρι or της άνοιξης τ' αγέρι |
    • τ' αγέρι του βουνού, βουνήσιο ~ |
    • το καθαρό ~τηςεξοχής |
    • βραδινό, πρωινό ~ |
    • δροσερό, κρύο α(γ)έρι |
    • φυσά ένα ~ελαφρό |
    • ~τηςθάλασσας, του πελάγου, του Bοσπόρου, του Σαρωνικού |
    • φυσούσε ~σιγαλό (Psichari) |
    • (το σώμα της) ανασαίνει βαθιά το θαλασσινό ~(Theotokas) |
    • τον εχτύπησε τ' ~καισυνέφερε (Eftaliotis) |
    • poem της αυγής δροσάτο ~, | δεν φυσάς τώρα εσύ πλιο (Solom) |
    • εφούσκωνε τ' ~, λευκότατα πανιά (id.) |
    • χώμα δροσισμένο με νυχτιάς αγέρι (Drosinis) |
    • κι αλήθεια· τίποτα δε ζη | στο ~όσον ο κόρακας (Sikel) |
    • το πλοίο ...| μάς καρτερεί και πρίμο πνέει τ' ~ | του άγιου ρυθμού (Gryparis) |
    • το μυρόλουστο ~ σου | λίγες μέρες ανάπνεψα στην αγκαλιά σου (Skipis) |
    • τ' ~ πνέει σα ν' άνοιξεν η θύρα | του παραδείσου (Karyotakis) |
    • έτρεμα μη πνοή αγεριού στον ουρανό σε πάρη (Ritsos) |
    • και οι ώρες σα ν' αγρίεψαν. Tο λάλο τους αγέρι | σ' ανεμοβρόχι εγύρισε (LAlexiou)
  • ⓐ fig change, new state of affairs, new situation:
    • από την Iταλία φυσά ένα καινούργιο αγέρι |
    • η Aναγέννηση ολοκληρώνεται (LPolitis) |
    • poem τ' άχαρο ~τηςζωής παράξενο είχε γίνει (Malakasis)
  • ② climatic condition, climate (syn αέρας 2b):
    • πάμε στο βουνό για τ' ~ |
    • δεν τον σηκώνει το ~ του χωριού μας |
    • (το άρρωστο κορίτσι είναι) καλύτερα, την ωφέλησε το ~ (Nirvanas)

[fr MG αέριν (cf Mod. Cypr. αέριν, αγέριν) ← MG αέριον (C. Porphyrogen.) ← K *ἀέριον, dimin of ἀήρ]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αεριαγωγός ο [aeriaγoγós] Ο17 : αγωγός για τη διοχέτευση αερίων· (πρβ. αεραγωγός).

[λόγ. αερι(ο)- + αγωγός]

[Λεξικό Γεωργακά]
αεριζόμενος, -η, -ο [aerizómenos] (L)
  • being aired or ventilated or airing or ventilating o.s. (syn αερινός 1b)

[prp mediop of αερίζω]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αερίζω [aerízo] -ομαι Ρ2.1 (συνήθ. παθ.) : α.εκθέτω κτ. στον αέρα: Άπλωσε τα σεντόνια στο μπαλκόνι για να αεριστούν, να πάρουν αέρα. β. ανανεώνω τον αέρα κλειστού χώρου: Άνοιξε πόρτες και παράθυρα, για να αερίσει το δωμάτιο. Οι χώροι εργασίας πρέπει να αερίζονται καλά.

[μσν. αερίζω < αέρ(ας) -ίζω (διαφ. το ελνστ. ἀερίζω `είμαι (λεπτός) σαν αέρας΄)]

[Λεξικό Κριαρά]
αερίζω.
  • Eκθέτω στον αέρα:
    • στον άνεμο σκορπίζει … έμορφες πλεξίδες κι αερίζει (Σουμμ., Παστ. φίδ. Γ´ [1068]).

[<ουσ. αέρας + κατάλ. ίζω· πβ. ανεμίζω. Άσχ. το μτγν. αερίζω. H λ. στο Somav. και σήμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
αερίζω [aerízo] (& rare αγερίζω) aor αέρισα, mediop αερίζομαι, aor αερίστηκα, ppp αερισμένος
  • ① expose to the (fresh) air, let fresh air into, to air (syn βγάζω στον αέρα, εξαερίζω):
    • αερίζει τα σεντόνια το πρωί |
    • τα ρούχα αερίζονται ταχτικά |
    • άνοιξα τα παράθυρα ν' αεριστή το δωμάτιο |
    • το υπόγειο δεν αερίζεται αρκετά |
    • ευωδιές από το περιβόλι αερίσανε μέσα όμοια με σιγαλές αναπνοές μικρών παιδιών (Pasagiannis)
  • ⓐ mediop freshen o.s. (syn παίρνω τον αέρα μου):
    • βγαίνω έξω να αεριστώ
  • ② freshen by causing movement of the air, fan etc (syn δροσίζω με αέρα, κάνω αέρα):
    • αέρισέ με με τη βεντάλια fan me |
    • αερίστε το πρόσωπο του παιδιού |
    • αερίζονταν η κυρία με ριπίδι, με την τσάντα |
    • αερίζονταν ο κύριος με το ψάθινο καπέλο |
    • poem ω, το βιβλίο που τραγουδάει και σαν το ξεφυλλίζεις, | κάποια φτερά σ' αερίζουνε και κάτι αλαφρογγίζεις | σαν από μυστική πηγή (Palam) |
    • ... ανάγερτη φαντάζει | σα ρήγισσα κοιμάμενη σκλαβί που την αερίζει (Melachrinos) |
    • αερίζεις, θρήνε, μια φωτιά σε σκοτεινή ατμόσφαιρα (Malakasis)

[fr MG αερίζω, der of αέρας; cf AG, K ἀερίζω 'be like air']

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αερική η [aerikí] & αγερική η [ajerikí] Ο29 & αερικιά η [aeriká] & αγερικιά η [ajeriká] Ο24 : (λαϊκότρ.) νεράιδα.

[θηλ. του αερικ(ός) 2 -ή, -ιά· ανάπτ. μεσοφ. [γ] κατά το αέρας > αγέρας]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αερικό το [aerikó] & αγερικό το [ajerikó] Ο38 : κατά τις λαϊκές παραδόσεις, πνεύμα, συνήθ. κακοποιό, που προξενεί στους ανθρώπους ψυχικές (και σωματικές) παθήσεις· (πρβ. στοιχειό, ξωτικό, ξωθιά, νεράιδα): Λένε πως είναι μαγεμένο σπίτι, πως το ΄χτισαν ξωθιές κι αερικά. Tον βρήκε ~ κι έχασε τη λαλιά του. || το πνεύμα που ακολουθεί κάθε άνθρωπο· η μοίρα: Tο ΄χει τ΄ ~ του.

[μσν. αερικό(ν), *αγερικόν < αέρ(ας), αγέρ(ας) -ικόν, ουδ. του -ικός (διαφ. το ελνστ. ἀερικός `που μοιάζει με αέρα΄)]

< Προηγούμενο   [1] 2 3 4 5 ...7   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες