Παράλληλη αναζήτηση
| 100 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ίσο το [íso] Ο39 : 1. (μουσ.) σημαδόφωνο της παλαιάς και νέας σημειογραφίας της βυζαντινής μουσικής. 2. η μουσική συνοδεία της κύριας μελωδίας στη βυζαντινή μουσική· ισοκράτημα: Kρατώ το ~, εκτελώ τη μουσική συνοδεία και ως ΦΡ συμφωνώ συνεχώς με τις απόψεις κάποιου· (πρβ. σιγοντάρω).
[ουσιαστικοπ. ουδ. του επιθ. ίσος]
- ισο- [iso] & ισό- [isó], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό & ισ- [is] σε παλαιότερη σύνθεση, όταν το β' συνθετικό άρχιζε από φωνήεν : το επίθ. ίσος ως α' συνθετικό σε σύνθετα ονόματα και τα παράγωγά τους. 1. συνήθως δηλώνει ή προσδιορίζει: α. αυτόν που είναι ίσος ή ίδιος με κπ. άλλο, ως προς αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό: ισόβαθμος, ισόβαρος, ~δύναμος, ~μεγέθης, ~πέταλος, ισόχρονος· ~βαθμία, ~δυναμία· ~δυναμώ. β. αυτόν που χαρακτηρίζεται από την ισότητα ή ομοιότητα των στοιχείων του τα οποία δίνονται με το β' συνθετικό: ~γώνιος, ισόπλευρος, ~σκελής· ~σκελίζω, ~σταθμίζω· ~στάθμιση. γ. αυτόν που θεωρείται ίσος με αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό: ισάγγελος, ισάδελφος, ισαπόστολος, ισόθεος. 2. (χημ.) ~μέρεια, ~μερής, ~μερισμός (με αναφορά στο φαινόμενο της ισομέρειας)· ισότοπος.
[λόγ. < αρχ. ἰσ(ο)- θ. του επιθ. ἴσο(ς) ως α' συνθ.: αρχ. ἰσό-πλευρος, ἰσ-άριθμος & διεθ. iso- (επιστ.) < αρχ. ἰσο-: ισό-τοπο < διεθ. isotope, ισο-μέρεια < γαλλ. isomérie & μτφρδ. γαλλ. équi-, même: ισο-βάθμιος < γαλλ. du même grade, ισο-ρροπιστής < γαλλ. équilibriste]
- ισοβαθής -ής -ές [isovaθís] Ε10 : α. που έχει το ίδιο βάθος με άλλον. β. ισοβαθείς καμπύλες, καμπύλες θαλασσογραφικού χάρτη οι οποίες ενώνουν σημεία με το ίδιο βάθος.
[λόγ.: α: αρχ. ἰσοβαθής· β: γαλλ. iso bathe (στη νέα σημ.) < αρχ. ἰσοβαθής]
- ισοβάθμιος -α -ο [isováθmios] Ε6 : που έχει ίσο βαθμό· που βρίσκεται στην ίδια βαθμίδα μιας ιεραρχικής ή βαθμολογικής κλίμακας με κπ. άλλον· (πρβ. ισόβαθμος): Iσοβάθμιοι υπάλληλοι.
[λόγ. ισο- + βαθμ(ός) -ιος μτφρδ. γαλλ. du même grade]
- ισόβαθμος -η -ο [isóvaθmos] Ε5 : που έχει τον ίδιο βαθμό με κπ. άλλον σε μια βαθμολογική κλίμακα: Tο ενδιαφέρον των φιλάθλων συγκεντρώνεται στην αναμέτρηση μεταξύ των δύο ισόβαθμων ομάδων.
[λόγ. ισο- + βαθ μ(ός) -ος μτφρδ. γαλλ. du même grade]
- ισοβαθμώ [isovaθmó] Ρ10.9α : έρχομαι στην ίδια βαθμίδα μιας βαθμολογικής κλίμακας με κπ. άλλον, παίρνω τον ίδιο βαθμό: Οι τρεις πρώτες ομάδες ισοβάθμησαν.
[λόγ. ισόβαθμ(ος) -ώ]
- ισοβαρής -ής -ές [isovarís] Ε10 : α. που έχει το ίδιο βάρος με κπ. άλλον· ισόβαρος. β. (ειδ. χημ.) ισοβαρή στοιχεία, που έχουν το ίδιο ατομικό βάρος, αλλά διαφορετικό ατομικό αριθμό (στο περιοδικό σύστημα κατάταξης). || (φυσ.) ισοβαρείς καμπύλες, καμπύλες διαγράμματος οι οποίες ενώνουν σημεία με ίση πίεση. || (μετεωρ.) ισοβαρείς καμπύλες, καμπύλες μετεωρολογικού χάρτη οι οποίες ενώνουν τόπους με την ίδια βαρομετρική πίεση.
[λόγ.: α: αρχ. ἰσοβαρής· β: διεθ. isobar (στη νέα σημ.) < αρχ. ἰσοβαρής]
- ισόβαρος -η -ο [isóvaros] Ε5 : που έχει το ίδιο βάρος με κπ. άλλον· ισοβαρήςα.
[λόγ. ισο- + βάρ(ος) -ος]
- ισόβιος -α -ο [isóvios] Ε6 : α. που διαρκεί, υπάρχει ή γίνεται, για όσο διάστημα διαρκεί η ζωή κάποιου, ως το τέλος της ζωής κάποιου. ANT πρόσκαιρος, προσωρινός: Iσόβιο εισόδημα. Iσόβια επικαρπία. Iσόβια κάθειρξη. Iσόβια δεσμά. || (ως ουσ.) τα ισόβια, τα ισόβια δεσμά: Mετέτρεψαν τη θανατική ποινή σε ισόβια. Kαταδικασμένος σε ισόβια, ισοβίτης. β. (για πρόσ.) που διατηρεί μια ιδιότητα, αξίωμα κτλ. εφ΄ όρου ζωής: Οι δικαστές είναι ισόβιοι δημόσιοι υπάλληλοι. Tα ισόβια μέλη του Συμβουλίου της Επικρατείας. || (ειρ.): ~ φοιτητής, αιώνιος.
ισόβια & ισοβίως ΕΠIΡΡ για πάντα, για όλη τη ζωή, εφ΄ όρου ζωής. [λόγ. < ελνστ. ἰσόβιος· λόγ. ισόβι(ος) -ως]
- ισοβιότητα η [isoviótita] Ο28 : η ιδιότητα του ισόβιου: Tο Σύνταγμα προβλέπει την ~ των δικαστών.
[λόγ. ισόβι(ος) -ότης > -ότητα]



