Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ίπταμαι
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ίπταμαι [íptame] Ρ μπε. ιπτάμενος* : (λόγ.) πετώ 1 στον αέρα.

[λόγ. < ελνστ. ἵπταμαι]

[Λεξικό Κριαρά]
ίπταμαι.
  • Πετώ, υψώνομαι στον αέρα:
    • ίπταται μετά πυρός τον λογισμόν φλογίζων (Διγ. Gr. 613).

[μτγν. ίπταμαι]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες