Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ίντεξ
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ίντεξ το [índeks] Ο (άκλ.) : 1. πίνακας (λέξεων, πραγμάτων κτλ.) στο τέλος ενός βιβλίου. 2. κατάλογος βιβλίων που εξαιτίας του περιεχομένου τους ήταν απαγορευμένα από τη ρωμαιοκαθολική εκκλησία.

[λόγ.: 1: νλατ. index (στη νέα σημ.) < λατ. index `κατάλογος΄· 2: μσνλατ. σημ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go