Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ίνδαλμα
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ίνδαλμα το [ínδalma] Ο49 : το πρόσωπο προς το οποίο εκδηλώνει κάποιος έναν υπέρμετρο θαυμασμό, αγάπη, λατρεία: Οι Mπιτλς υπήρξαν το ~ της νεολαίας του ΄60.

[λόγ. < ελνστ. ἴνδαλμα]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go