Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ίγκλα
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ίγκλα η [íŋgla] & ίγλα η [íγla] Ο25 : ο ιμάντας με τον οποίο δένεται το σαμάρι ή η σέλα στο σώμα του ζώου.

[μσν. ίγκλα < γίγκλα (αποβ. του αρχικού [j] ανάμεσα σε δύο φων. κατά τη συμπροφ. με το άρθρο: τη γίγκλα, μία γίγκλα) < κίγκλα (αφομ. ηχηρ. προς το ακόλουθο [ŋg] ) < λατ. *cingla (< cingula)· μσν. *ίγλα < ίγκλα με τροπή [g > γ] μετά την αποβ. του ριν. [ŋ] στο σύμπλ. [ŋg] ]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go