Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ήλιον
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ήλιον το [ílion] & ήλιο το [ílio] Ο40 (χωρίς πληθ.) : χημικό στοιχείο που ανήκει στα ευγενή αέρια.

[λόγ. < νλατ. helium < αρχ. ἥλι(ος) -um = -ον επειδή παρατηρήθηκε στην ατμόσφαιρα του Ήλιου· προσαρμ. στη δημοτ. κατά τα άλλα ουδ. σε -ο]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go