Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: έτσε
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
έτσε, επίρρ.,
βλ. έτσι.
[Λεξικό Κριαρά]
ετσερζιάζω.
  • (Μέσ.) ασκούμαι, ασχολούμαι:
    • οι γυναίκες ετσερζιάζουντα εις τα γράμματα (Άνθ. χαρ. (κυπρ.) 84).

[<προβ. exerçar. Πβ. εζερτσιτάρω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες