Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: έστωσαν
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
έστωσαν [éstosan] ως επίρρ. : (λόγ., για περισσότερα από ένα) έστωI2: ~ οι αριθμοί 2 και 3.

[λόγ. < αρχ. ἔστωσαν, γ' πληθ. πρόσ. προστ. του ρ. εἰμί]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες