Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- έστωσαν [éstosan] ως επίρρ. : (λόγ., για περισσότερα από ένα) έστωI2: ~ οι αριθμοί 2 και 3.
[λόγ. < αρχ. ἔστωσαν, γ' πληθ. πρόσ. προστ. του ρ. εἰμί]