Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: έρριζα
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
έρριζα [ériza] επίρρ. : (λογοτ.) στη ρίζα ή από τη ρίζα.

[λόγ. < ελνστ. επίθ. ἔνριζ(ος) `που έχει ρίζα΄ επίρρ. με (ορθογρ.) αφομ. νρ > ρρ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες