Παράλληλη αναζήτηση
| 8 εγγραφές [1 - 8] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- έρημα, επίρρ.
-
- Μάταια:
- έρημα γυρεύει (Χρον. Μορ. H 7601).
[<επίθ. έρημος]
- Μάταια:
[Λεξικό Κριαρά]
- ερημάδιν το· ορμάδι· ρημάδι· ’ρημάδι(ο)ν.
-
- α) Έρημος τόπος, ερημιά:
- Περί του ’ρημαδίου οπού ουδέν είχεν … σπίτια (Ασσίζ. 2603)·
- β) (μεταφ.) αυτός που είναι καταστρεμμένος· «ρημάδι»:
- πτωχός, τέλεια ερημάδιν (Σαχλ. Α´ PM 171).
[<μτγν. ουσ. ερημάς ‑άδος + κατάλ. ‑ιν. Πβ. LBG, λ. ‑άδον. Ο τ. ρημάδι στο Du Cange (ρι‑) και σήμ.]
- α) Έρημος τόπος, ερημιά:
[Λεξικό Κριαρά]
- ερημάζω· ρημάζω· ’ρημάσσω· μτχ. παρκ. ερημασμένος· ’ρημασμένος.
-
- Α´ Μτβ.
- 1)
- α) Καταστρέφω, λεηλατώ:
- Εκούρσευσαν, … ερήμαξαν τον τόπον (Χρον. Τόκκων 70)·
- β) σκοτώνω:
- ερήμαξε τους χριστιανούς (Διακρούσ. 7816).
- α) Καταστρέφω, λεηλατώ:
- 2) Καταστρέφω κάπ. οικονομικά:
- οι πολιτικές τον κόπελον … πτωχαίνουν κι ερημάζουν τον (Σαχλ. Α´ M 358).
- 1)
- Β´ (Αμτβ.) καταστρέφομαι, ρημάζω:
- ερήμαξε το σπίτι Ιερεμίου (Ιστ. Βλαχ. 715).
- Η μτχ. παρκ. ως επίθ. =
- 1) Έρημος (κυριολ. και μεταφ.), στερημένος:
- επόμενεν ο κόσμος … απ’ όλα τα ποιήματα γδυμνός και ’ρημασμένος (Φορτουν. Ιντ. β´ 112).
- 2) Παραμελημένος:
- το ένα κομμάτι (ενν. του αμπελιού) … είναι ξεριζωμένο και το άλλο είναι ερημασμένο (Βαρούχ. 7306).
- 1) Έρημος (κυριολ. και μεταφ.), στερημένος:
[μτγν. ερημάζω. Ο τ. ρημάζω στο Du Cange (‑ειν) και σήμ. Η λ. και σήμ. ποντ.]
- Α´ Μτβ.
[Λεξικό Κριαρά]
- ερημαίος, επίθ.
-
- Μοναχικός:
- εις πέτραν ερημαίαν (Λίβ. P 1888).
[μτγν. επίθ. ερημαίος· βλ. όμως Χατζηγιακουμής 1977: 123. Πβ. και ερημείος]
- Μοναχικός:
[Λεξικό Κριαρά]
- ερημάμπελο το· ερμάμπελο.
-
- Αμπέλι εγκαταλειμμένο:
- (Βαρούχ. 1579).
[<επίθ. έρημος + ουσ. αμπέλι. Τ. ερημοάμπελον τον 9. και ‑ον το 10. αι. (LBG)]
- Αμπέλι εγκαταλειμμένο:
[Λεξικό Κριαρά]
- ερημανθρωπία η.
-
- Ολοκληρωτική απουσία ανθρώπων, ερημιά:
- (Καλλίμ. 345).
[<επίθ. ερημάνθρωπος + κατάλ. ‑ία]
- Ολοκληρωτική απουσία ανθρώπων, ερημιά:
[Λεξικό Κριαρά]
- ερημάνθρωπος, επίθ.
-
- Που είναι έρημος από ανθρώπους:
- τόπον … ερημάνθρωπον (Καλλίμ. 1268).
[<επίθ. έρημος + ουσ. άνθρωπος]
- Που είναι έρημος από ανθρώπους:
[Λεξικό Κριαρά]
- ερημασμός ο· ’ρημασμός.
-
- Καταστροφή:
- τον ’ρημασμόν οπὄποικεν εις όλον το βασίλειο (Θησ. Β´ [294]).
[<αόρ. του ερημάζω + κατάλ. ‑μός. Η λ. στο Βλάχ.]
- Καταστροφή:



