Παράλληλη αναζήτηση
| 4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- έργος το.
-
- Έργο:
- (Σουμμ., Ρεμπελ. 162).
[μτγν. ουσ. έργος (L‑S Suppl.). Η λ. και σήμ. ιδιωμ.]
- Έργο:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εργοστασιακός -ή -ό [erγostasiakós] Ε1 : που ανήκει ή αναφέρεται στο εργοστάσιο: ~ εργάτης, ο εργάτης εργοστασίου. Εργοστασιακό σωματείο, στο οποίο ανήκουν οι εργαζόμενοι ενός μόνο εργοστασίου. Εργοστασιακή επιτροπή απεργών. Εργοστασιακό συγκρότημα.
[λόγ. εργοστάσι(ον) -ακός]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εργοστασιάρχης ο [erγostasiárxis] Ο10 θηλ. εργοστασιάρχης [erγosta siárxis] : ιδιοκτήτης εργοστασίου.
[λόγ. εργοστάσι(ον) + -άρχης (πρβ. σπάν. ελνστ. ἐργοστασιάρχης `προϊστάμενος εργαστηρίου΄)· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εργοστάσιο το [erγostásio] Ο40 : μεγάλη μονάδα βιομηχανικής παραγωγής με μόνιμες εγκαταστάσεις: Ένα ~ κατασκευής όπλων / τσιγάρων / αυτοκινήτων. Tο ~ παραγωγής φωταερίου / ηλεκτρικής ενέργειας. Πυρηνικό ~. ~ μεταλλουργίας / υφαντουργίας / βυρσοδεψίας / κατεργασίας ξύλου. Εργάτης / υπάλληλος / διευθυντής εργοστασίου. Ίδρυση / λειτουργία / κλείσιμο ενός εργοστασίου. || οι σχετικές κτιριακές εγκαταστάσεις: H πύλη / ο περίβολος / τα φουγάρα / οι αποθήκες του εργοστασίου. Ο σεισμός γκρέμισε σπίτια, εκκλησίες και εργοστάσια.
εργοστασιάκι το YΠΟKΟΡ. [λόγ. εργο- + -στάσιον]



