Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: έξωμος -η -ο
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
έξωμος -η -ο [éksomos] Ε5 : (για ρούχο) που αφήνει ακάλυπτους τους ώμους: Φοράει μια έξωμη τουαλέτα. || (ως ουσ.) το έξωμο, φόρεμα που αφήνει ακάλυπτους τους ώμους: Δεν της αρέσουν τα έξωμα.

[λόγ. < ελνστ. ἔξωμος (ενν. χιτών)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εξωμοσία η [eksomosía] Ο25 : η πράξη με την οποία κάποιος γίνεται εξωμότης: Οι εξωμοσίες και ιδίως οι βίαιοι εξισλαμισμοί αραίωσαν το χριστιανικό πληθυσμό της πεδινής Θεσσαλίας.

[λόγ. < αρχ. ἐξωμοσία `άρνηση με όρκο πως κάποιος ξέρει κτ.΄ σημδ. ιταλ. rinnegazione]

[Λεξικό Κριαρά]
εξωμοσία η.
  • (Νομ.) ένορκη διαβεβαίωση ότι κ. δεν έγινε, ένορκη άρνηση:
    • (Βακτ. αρχιερ. 172).

[αρχ. ουσ. εξωμοσία]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες