Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: έξηχος
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
έξηχος, επίθ.
  • Παράφρονας, τρελός:
    • ος θυμαίνεται πολλά και υπέρ το μέτρον μόνος γίνεται έξηχος (Σπαν. Va 412).

[μτγν. επίθ. έξηχος. Η λ. και σήμ. ποντ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες