Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- έξαλα τα [éksala] Ο40 : (ναυτ.) το τμήμα του πλοίου που βρίσκεται πάνω από την ίσαλο γραμμή. ANT ύφαλα.
[λόγ. < ελνστ. τά ἔξαλα (αρχ. επίθ. ἔξαλος `έξω απ΄ τη θάλασσα΄)]
[Λεξικό Κριαρά]
- εξαλαφρώνω· εξελαφρώνω· ξαλαφρώνω.
-
- 1) Ανακουφίζω:
- όσον προσπαθεί να τονε ξαλαφρώνει, τόσον του βλάβει την πληγή (Σουμμ., Παστ. φίδ. Α´ [131]).
- 2) (Αμτβ.) απαλλάσσομαι, ανακουφίζομαι:
- Θεέ μου, … ευχαριστώ σε, οπού εξαλάφρωσα από τους πόνους μου (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 81r).
[<πρόθ. εκ + αλαφρώνω. Ο τ. ξα‑ και σήμ.]
- 1) Ανακουφίζω:



