Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: έντυπο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
έντυπος -η -ο [éndipos] Ε5 : 1.(για κείμενο, σχέδιο κτλ.) που είναι τυπωμένος σε χαρτί· (συνήθ. σε αντιδιαστολή προς τα χειρόγραφος, δακτυλόγραφος κτλ.): Έντυπη έκδοση / διακήρυξη / προκήρυξη. Έντυπη απόδειξη / αίτηση. || Έντυποι χάρτες. Έντυπες εικόνες. Έντυπο φυλλάδιο. 2. (ως ουσ.) το έντυπο, για περιοδικά, εφημερίδες, φυλλάδια, ή φύλλα χαρτιού με τυπωμένο κείμενο ή εικόνα: Πολιτικά / προπαγανδιστικά / διαφημιστικά έντυπα. Συμπληρώστε και υπογράψτε το έντυπο. Έντυπο αίτησης / υπεύθυνης δήλωσης / συμβολαίου. 3. που χρησιμοποιεί την τυπογραφία (συνήθ. σε αντιδιαστολή προς το ηλεκτρονικός): Έντυπη δημοσιογραφία. Έντυπα μέσα μαζικής ενημέρωσης, οι εφημερίδες και τα περιοδικά. Ο τύπος, ο ~ και ο ηλεκτρονικός.

[λόγ. < ελνστ. ἔντυπος `που δέχεται σφραγίδα΄ σημδ. γαλλ. imprimé & αγγλ. print, printed]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες