Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ένθους
6 εγγραφές [1 - 6]
[Λεξικό Κριαρά]
ένθους, επίθ.
  • Έξαλλος:
    • ο αμιράς γέγονεν ώσπερ ένθους (Διγ. Gr. 887).

[μτγν. επίθ. ένθους]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ενθουσιάζω [enθusiázo] -ομαι Ρ2.1 : 1.προκαλώ σε κπ. ενθουσιασμό· (πρβ. χαροποιώ, ευχαριστώ, ικανοποιώ): H επιτυχία του ενθουσίασε τους φίλους και λύπησε τους αντιπάλους του. H πρότασή σας δε με ενθουσιάζει, αλλά είμαι υποχρεωμένος να τη δεχτώ. || (παθ.) περιέρχομαι σε κατάσταση ενθουσιασμού: Οι θεατές, ενθουσιασμένοι με την έξοχη ερμηνεία των ηθοποιών, χειροκροτούσαν. 2. προκαλώ έξαρση ψυχικών δυνάμεων (θάρρους, πίστης κτλ.) και διάθεσης για δράση, για τολμηρές πράξεις κτλ.· (πρβ. ενθαρρύνω, εμψυχώνω): H εμφάνισή του ενθουσίασε τους στρατιώτες. || Ενθουσιασμένοι ξεκίνησαν για νέους αγώνες.

[λόγ. < αρχ. ἐνθουσιάζω `κατέχομαι από ενθουσιασμό, βρίσκομαι σε έκσταση΄ & κατά τις σημ. της λ. ενθουσιασμός & μέσο κατά το γαλλ. s΄enthousiasmer < enthousiasme < αρχ. ἐνθουσιασμός]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ενθουσιασμός ο [enθusiazmós] Ο17 : 1α.έξαρση συναισθήματος ευαρέσκειας, ευχαρίστησης, χαράς, ικανοποίησης κτλ., η κατάσταση εκείνου που κυριαρχείται από ένα τέτοιο συναίσθημα και το εκδηλώνει με τρόπο έντονο: Παράφορος / μεγάλος / ακράτητος / ζωηρός / άσβεστος / απερίγραπτος / έκδηλος ~. Εκδηλώσεις ενθουσιασμού. Zητωκραυγές ενθουσιασμού. Προκαλώ / εμπνέω / μεταδίδω ενθουσιασμό. Δέχτηκε με ενθουσιασμό την πρότασή του. Zητωκραύγαζαν με ενθουσιασμό. Kατέχομαι από ενθουσιασμό. Mε παρασέρνει / με συνεπαίρνει ο ~. Kρύβω / εκδηλώνω / δείχνω τον ενθουσιασμό μου. β. έξαρση των ψυχικών δυνάμεων και της διάθεσης για δράση, για τολμηρές πράξεις κτλ.: Εργάστηκε με πίστη και ενθουσιασμό. Aγωνίστηκε με την πίστη και τον ενθουσιασμό που διακρίνει το νεοφώτιστο. 2. (ειδικότ., φιλοσ.) η κατάσταση εκείνου που κυριαρχείται από θεϊκή δύναμη, έμπνευση· η έξαρση των ψυχικών, πνευματικών και σωματικών δυνάμεων εκείνου που κυριαρχείται ή εμπνέεται από το θείο.

[λόγ. < αρχ. ἐνθουσιασμός & σημδ. γαλλ. enthousiasme < αρχ. ἐνθουσιασμός]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ενθουσιαστικός -ή -ό [enθusiastikós] Ε1 : που προκαλεί, εμπνέει ενθουσιασμό ή που εκφράζει ενθουσιασμό· ενθουσιώδης: Ενθουσιαστικοί λόγοι. Ενθουσιαστικό τραγούδι. Ενθουσιαστικά σχόλια.

[λόγ. < αρχ. ἐνθουσιαστικός]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ενθουσιώδης -ης -ες [enθusióδis] Ε11 : α.(για πρόσ.) που κατέχεται από ενθουσιασμό: ~ ομιλητής. Ενθουσιώδεις οπαδοί. Ενθουσιώδες ακροατήριο. || που εύκολα ενθουσιάζεται: ~ τύπος / χαρακτήρας. β. (για ενέργεια, εκδήλωση) που γίνεται με ενθουσιασμό ή που εκφράζει ενθουσιασμό· ενθουσιαστικός: ~ έπαινος. ~ υποδοχή. Ενθουσιώδεις ζητωκραυγές. ~ υποστήριξη. ~ κριτική. Ενθουσιώδες άρθρο. ενθουσιωδώς ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < ελνστ. ἐνθουσιώδης `εκστατικός΄ κατά τη σημ. της λ. ενθουσιασμός· λόγ. < ελνστ. ἐνθουσιωδῶς]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ενθουσιών -ώσα -ών [enθusión] Ε12στ : (λόγ.) που βρίσκεται σε κατάσταση ενθουσιασμού, που εκδηλώνει τον ενθουσιασμό του: Ενθουσιώντα πλήθη. Ενθουσιώντες οπαδοί.

[λόγ. < αρχ. ἐνθουσιῶν μεε. του ἐνθου σιῶ (ποιητ. αντί του ἐνθουσιάζω)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες