Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ένδεκα
11 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ένδεκα [énδeka] αριθμτ. επίθ. απόλ. : (λόγ.) έντεκα.

[λόγ. < αρχ. ἕνδεκα (προφ. [nd] )]

[Λεξικό Κριαρά]
ένδεκα, αριθμητ.
  • Ένδεκα:
    • (Σαχλ. A´ PM 186).

[αρχ. αριθμητ. ένδεκα. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ενδεκα- [enδeka] & εντεκα- [endeka] & ενδεκά- [enδeká] ή εντεκά- [ende ká], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό : α' συνθετικό σε σύνθετα συνήθ. επίθετα και τα παράγωγά τους· δηλώνει ότι: α. το προσδιοριζόμενο έχει έντεκα από τα στοιχεία που εκφράζει το β' συνθετικό: ~μελής, ~σύλλαβος, εντεκάτομος, ενδεκάχορδος. β. το προσδιοριζόμενο διαρκεί επί έντεκα συνεχείς χρονικές μονάδες (που εκφράζονται από το β' συνθετικό): ~ετής, εντεκαήμερος· εντεκάχρονος, για πρόσωπο με ηλικία έντεκα χρόνων. γ. γίνεται, είναι ή επαναλαμβάνεται έντεκα φορές αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό· ~πλάσιος, εντεκαπλασιάζω.

[λόγ. < αρχ. ἑνδεκα- (προφ. [nd] ) < αριθμτ. ἕνδεκα ως α' συνθ.: αρχ. ἑνδεκά-μηνος `έντεκα μηνών΄, ελνστ. ἑνδεκα-σύλλαβος· προσαρμ. στη δημοτ. κατά το ένδεκα > έντεκα]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ενδεκαπλασιάζω [enδekaplasiázo] -ομαι Ρ2.1 : κάνω κτ. έντεκα φορές μεγαλύτερο ή περισσότερο.

[λόγ. ενδεκαπλάσι(ος) -άζω]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ενδεκαπλασιασμός ο [enδekaplasiazmós] Ο17 : η ενέργεια του ενδεκαπλασιάζω, αύξηση κατά έντεκα φορές.

[λόγ. ενδεκαπλασιασ- (ενδεκαπλασιάζω) -μός]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ενδεκαπλάσιος -α -ο [enδekaplásios] Ε6 αριθμτ. αναλ. : που είναι έντεκα φορές μεγαλύτερος ή περισσότερος από κτ. άλλο. || (ως ουσ.) το ενδεκαπλάσιο. ενδεκαπλάσια ΕΠIΡΡ.

[λόγ. ενδεκα- + -πλάσιος]

[Λεξικό Κριαρά]
ενδεκαπλασίων, αριθμητ. επίθ.
  • Ενδεκαπλάσιος:
    • έσονται προς τα σα νομίσματα ενδεκαπλασίονα (Rechenb. 615).

[<αριθμητ. ένδεκα + πλασίων]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ενδεκασύλλαβος -η -ο [enδekasílavos] Ε5 : που αποτελείται από έντεκα συλλαβές: ~ στίχος. || (ως ουσ.) ο ενδεκασύλλαβος, ο στίχος που έχει έντεκα συλλαβές: Ποίημα γραμμένο σε ενδεκασύλλαβους.

[λόγ. < ελνστ. ἑνδεκασύλλαβος (για την αρχ. μετρ.)]

[Λεξικό Κριαρά]
ενδέκατος, αριθμητ. επίθ.· εντέκατος.
  • Ενδέκατος:
    • (Πεντ. Δευτ. I 3).

[αρχ. επίθ. ενδέκατος. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ενδέκατος -η -ο [enδékatos] Ε5 αριθμτ. τακτ. : I1.που έχει σε μια σειρά από όμοια πρόσωπα ή πράγματα τη θέση που ορίζει ο αριθμός έντεκα: Kάθισε στην άκρη της ενδέκατης σειράς. Mένω στον ενδέκατο όροφο. H ενδέκατη έκδοση. Tο ενδέκατο κεφάλαιο ενός βιβλίου. 2. για κπ. ή για κτ. που έρχεται αμέσως μετά το δέκατο (ως προς τη σειρά, την ιεραρχία, την αξία ή την τιμή): Πήρε / κέρδισε την ενδέκατη θέση. II. (ως ουσ.): Aπό όλους τους υποψηφίους ο ~ στη σειρά πέτυχε τα καλύτερα αποτελέσματα. 1. ο ενδέκατος: α. ο ενδέκατος όροφος ενός σπιτιού: Mένει στον ενδέκατο. β. ο μήνας Nοέμβριος, κατά την ανάγνωση ημερομηνίας γραμμένης με αριθμητικά ψηφία: 1-11-1900, πρώτη ενδεκάτου. 2. η ενδεκάτη: α. η ενδέκατη μέρα: Tην ενδεκάτη του μηνός. β. (μαθημ.) η ενδέκατη δύναμη: Yψώνω έναν αριθμό στην ενδεκάτη. 3. το ενδέκατο: α. το ένα από τα έντεκα ίσα μέρη ενός συνόλου: Mου ανήκει το (ένα) ενδέκατο του οικοπέδου. β. το ενδέκατο πάτωμα ενός σπιτιού: Mένει στο ενδέκατο.

[λόγ. < αρχ. ἑνδέκατος]

< Προηγούμενο   [1] 2   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες