Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- έμφασις ‑ση η.
-
- (Προκ. για ύφος) εκφραστική δύναμη:
- μου διηγάσαι μ’ έμφαση (Ροδολ. Β´ 290).
[αρχ. ουσ. έμφασις. Η λ. (‑ση) και σήμ.]
- (Προκ. για ύφος) εκφραστική δύναμη:



