Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: έμπυο
4 εγγραφές [1 - 4]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
έμπυο το [émbjo] & όμπυο το [ómbjo] Ο39 (χωρίς πληθ.) : (λαϊκότρ.) πύον.

[μσν. έμπυο < ελνστ. ἔμπυον ουσιαστικοπ. ουδ. του αρχ. επιθ. ἔμπυ ος `που έχει πύον΄· [e > o] από συμπροφ. με το άρθρο [to-e > to > t-o] ή από επίδρ. του χειλ. [m] ]

[Λεξικό Κριαρά]
έμπυο το.
  • α) Πυώδες εξάνθημα, πυώδης φλεγμονή:
    • να σε δείρει ο κύριος με έμπυο κακό ιπί τα γόνατα (Πεντ. Δευτ. ΧΧVΙΙΙ 35
  • β) πληγή ή σπυρί που πυορροεί:
    • κριάς ότι να είναι εις αυτό εις την τσίπα του έμπυο και εγιατρεύτην (αυτ. Λευιτ. XIII 18).

[μτγν.(;) ουσ. έμπυον (L‑S, λ. πύον· βλ. και Steph., λ. έμπυος)· πβ. Θαβώρης 1969: 66. Τ. όμπυο και η λ. και σήμ. λαϊκ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
έμπυος -α -ο [émbios] Ε6 : (ιατρ.) που έχει πύον: Έμπυο έλκος. ~ δοθιήνας.

[λόγ. < αρχ. ἔμπυος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εμπυούμαι [embiúme] Ρ10.9β : (λόγ., για πληγές κτλ.) σχηματίζω πύον.

[λόγ. μέσο < αρχ. ενεργ. ἐμπυῶ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες