Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- έμπιστα, επίρρ.· εμπιστά· ’μπιστά.
-
- 1) Με αφοσίωση:
- εμόσα να βλέπουν το κάστρον … εμπιστά διά τον ρήγα (Μαχ. 51428).
- 2) Με τιμιότητα:
- να ομονοιάσουν εμπιστά (Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. 356).
[<επίθ. έμπιστος. Ο τ. εμπιστά και σήμ. κυπρ. Η λ. και σήμ.]
- 1) Με αφοσίωση:



