Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: έμμετρο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
έμμετρος -η -ο [émetros] Ε5 : (για λόγο, κείμενο κτλ.) που έχει ποιητικό μέτρο. ANT πεζός: ~ λόγος. ANT πρόζα. || που έχει συνταχτεί σε λόγο έμμετρο: Έμμετρη μετάφραση / αφήγηση. Έμμετρο χρονικό. Έμμετρο δράμα. έμμετρα ΕΠIΡΡ με λόγο έμμετρο.

[λόγ. < αρχ. ἔμμετρος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go