Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: έμβιος -α -ο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
έμβιος -α -ο [émvios] Ε6 : (λόγ.) που έχει τις ιδιότητες και τις λειτουργίες που συνιστούν το βιολογικό φαινόμενο της ζωής: Έμβια όντα. Έμβιοι οργανισμοί.

[λόγ. < ελνστ. ἔμβιος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go