Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- έλυτρο το [élitro] Ο40 : α.(ανατ.) προστατευτικό περίβλημα διάφορων οργάνων: Tο ορογόνο ~ των τενόντων. β. (ζωολ.) οι αποσκληρωμένες πτέρυγες ορισμένων εντόμων, κάτω από τις οποίες διπλώνονται οι κυρίως πτέρυγες. γ. (ναυτ., σε παλιά ατμόπλοια) ύφασμα με το οποίο καλύπτονταν μέρη και εξαρτήματα του πλοίου, για να προστατευτούν από τον καπνό.
[λόγ.: α, β: αρχ. ἔλυτρον· γ: σημδ. γαλλ. étui]



