Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: έλαση
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
έλαση η [élasi] Ο33 : (τεχν.) η μηχανουργική κατεργασία, με σφυρηλάτηση ή εφελκυσμό, στην οποία υποβάλλεται κομμάτι ή μάζα μετάλλου για να πάρει μορφή ελάσματος, κατάλληλη για ορισμένη χρήση· ελασματοποίηση: Ψυχρή / θερμή ~. ~ χάλυβα.

[λόγ. < αρχ. ἔλα(σις) `διώξιμο, εκστρατεία΄ -ση με αλλ. της σημ. κατά τη λ. έλασμα που έχει ίδ. ετυμ. (< ἐλαύνω)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go