Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: έλαν
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
έλαν το,
βλ. έλα (I).
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ελάνκα το [eláŋka] Ο (άκλ.) : είδος ελαστικής συνθετικής υφαντικής ίνας. || (ως επίθ.) για ύφασμα ή για ένδυμα από τέτοιες ίνες.

[λόγ. < αγγλ. Helanca σήμα κατατ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες