Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: έλαιον
1 item total
[Λεξικό Κριαρά]
έλαιον το· έλαιος το.
  • Λάδι:
    • (Προδρ. ΙV 373
    • (σε μεταφ.):
      • Έλαιον αγαλλιάσεως άλειψον (Σκλέντζα, Ποιήμ. 724).

[αρχ. ουσ. έλαιον. Η λ. και σήμ. λόγ. (ο)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go