Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- έλαιον το· έλαιος το.
-
- Λάδι:
- (Προδρ. ΙV 373)·
- (σε μεταφ.):
- Έλαιον αγαλλιάσεως άλειψον (Σκλέντζα, Ποιήμ. 724).
[αρχ. ουσ. έλαιον. Η λ. και σήμ. λόγ. (‑ο)]
- Λάδι:
ΞΞ½Ξ± εγχείΟΞ·ΞΌΞ± του ΞΞΞ½Ο„ΟΞΏΟ… Ελληνικής ΓλΟσσας Ξ³ΞΉΞ± την υποστήΟΞΉΞΎΞ· της ελληνικής Ξ³Ξ»Οσσας στη διαχΟΞΏΞ½Ξ―Ξ± της: Ξ±Οχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, Ξ½ΞΞ± ελληνική αλλά ΞΊΞ±ΞΉ στη συγχΟΞΏΞ½ΞΉΞΊΞ® της διάσταση.
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[αρχ. ουσ. έλαιον. Η λ. και σήμ. λόγ. (‑ο)]
| © 2006 - 2008 Centre for the Greek Language | Copyright | Terms of Use |