Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: έκτροπα
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
έκτροπα τα [éktropa] Ο40 : ομαδικές εκδηλώσεις, βίαιες και απρεπείς· (πρβ. επεισόδια): Kαταδίκασαν τα ~. ~ σημειώθηκαν μετά τη λήξη του ποδοσφαιρικού αγώνα.

[λόγ. ουσιαστικοπ. ουδ. πληθ. του ελνστ. επιθ. ἔκτροπος `αταίριαστος΄]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go