Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: έκτοτε
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
έκτοτε [éktote] επίρρ. χρον. : (λόγ.) από εκείνη τη χρονική στιγμή κατά την οποία έγινε ό,τι μόλις αναφέρθηκε, και έπειτα· από τότε: Tον συνάντησα την περασμένη Δευτέρα, ~ όμως δεν είχα κανένα νέο του. Tελευταία φορά τον θυμάμαι στο Παρίσι· ~ αγνοείται η τύχη του.

[λόγ. < ελνστ. ἔκτοτε]

[Λεξικό Κριαρά]
έκτοτε, επίρρ.
  • (Χρον.)
    • α) από τότε:
      • (Βέλθ. 1043
    • β) μετά, έπειτα:
      • (Ερμον. Η 193).

[μτγν. επίρρ. έκτοτε. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες