Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: έκπληκτος -η -ο
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
έκπληκτος, επίθ.· έκπληττος.
  • Εκπληκτικός:
    • όψις του συνήθους … εκπληττότερη (Ερμον. Φ 260).

[μτγν. επίθ. έκπληκτος. Ο τ. στο LBG. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
έκπληκτος -η -ο [ékpliktos] Ε5 : για πρόσωπο που έχει καταληφθεί και κυριαρχείται από ένα συναίσθημα έκπληξης, απορίας· κατάπληκτος, εμβρόντητος: Mένω ~, εκπλήσσομαι, ξαφνιάζομαι. Aφήνω κπ. έκπληκτο, εκπλήττω, καταπλήττω, ξαφνιάζω. H ξαφνική είδηση μας άφησε όλους έκπληκτους. Έκπληκτο το κοινό παρακολουθούσε το πρωτοφανές θέαμα. || που δείχνει, εκφράζει έκπληξη: Έκπληκτο βλέμμα. Έκπληκτα μάτια. Δεν το ήξερες; ρώτησε με ύφος δήθεν έκπληκτο.

[λόγ. < ελνστ. ἔκπληκτος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go