Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: έκλαμψη
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
έκλαμψη η [éklampsi] Ο33 : α. αιφνίδια εκπομπή ισχυρής λάμψης· αναλαμπή. β. (συνήθ. πληθ., μτφ.) αιφνίδια πνευματική διαύγεια και σύλληψη ιδέας.

[λόγ. < ελνστ. ἔκλαμψις (στη σημ. α) (-σις > -ση), αρχ. σημ.: `ξαφνική ανάπτυξη κατά την εφηβεία΄]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go