Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: έκκεντρος -η -ο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
έκκεντρος -η -οkendros] Ε5 : α. (γεωμ.) έκκεντροι κύκλοι, που ο ένας περιέχεται μέσα στον άλλο, έχουν όμως διαφορετικό κέντρο. β. (μηχανολ., ως ουσ.) το έκκεντρο, για εξάρτημα μηχανής (δίσκος, κύλινδρος κτλ.) που περιστρέφεται ή παλινδρομεί γύρω από έναν άξονα ο οποίος δε διέρχεται από το κέντρο του.

[λόγ.: α: ελνστ. ἔκκεντρος· β: σημδ. γαλλ. excentrique]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go