Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: έκδυση
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
έκδυση η [ékδisi] Ο33 : (λόγ.) η ενέργεια του εκδύω. || (ειδ. ζωολ.) η φυσιολογική, περιοδική απόρριψη (και αλλαγή) του περιβλήματος ή του δέρματος σε ορισμένα ζώα (π.χ. έντομα, μαλάκια, φίδια κτλ.).

[λόγ. < αρχ. ἔκδυ(σις) `διαφυγή΄ -ση με αλλ. της σημ. κατά το εκδύω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go