Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- έθιμον το· έφιμον.
-
- Έθιμο, συνήθεια:
- έχει και άλλον έφιμον πάλε ο καστελάνος (Φλώρ. 1370).
[μτγν. ουσ. έθιμον. Η λ. και σήμ. (‑ο)]
- Έθιμο, συνήθεια:
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[μτγν. ουσ. έθιμον. Η λ. και σήμ. (‑ο)]
| © 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |