Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: έδρανο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
έδρανο το [éδrano] Ο40 : 1.κάθισμα με προσαρτημένο μικρό πάγκο για να ακουμπά και να γράφει αυτός που κάθεται: Στα έδρανα του αμφιθεάτρου της Nομικής Σχολής. Tα έδρανα των βουλευτών. Bουλευτικό ~. || ~ μαθητή, θρανίο. 2. (μηχ.) στοιχείο μηχανών το οποίο στηρίζει και οδηγεί περιστρεφόμενο άξονα· κουζινέτο 2: ~ ολίσθησης.

[λόγ. < αρχ. ἕδρανον (ποιητ.) `κάθισμα, κατοικία΄]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go