Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: έγχυση
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
έγχυση η [énxisi] Ο33 : (λόγ., φαρμ.) ειδική μέθοδος ενστάλαξης υγρού ή γενικότερα φαρμάκου σε αγγείο του σώματος.

[λόγ. < ελνστ. ἔγχυ(σις) -ση]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go