Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- έγχορδος -η -ο [éŋxorδos] Ε5 : που έχει χορδές. || (ως ουσ.) το έγχορδο, μουσικό όργανο με χορδές (σε αντιδιαστολή προς τα πνευστά και τα κρουστά): Ορχήστρα εγχόρδων.
[λόγ. < ελνστ. ἔγχορδος]



