Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: έγκριτος -η -ο
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
έγκριτος, επίθ.
  • α) (Προκ. για πρόσωπο) διακεκριμένος, εκλεκτός, εξαίρετος:
    • τους εγκριτότερους και γνήσιους του δεσπότου (Χρον. Τόκκων 1199
  • β) (προκ. για πράγμα) αυθεντικός:
    • τα έγκριτα και αναγκαία πάντα της Παλαιάς τε και Νέας Διαθήκης (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 13r).

[αρχ. επίθ. έγκριτος. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
έγκριτος -η -ο [éŋgritos] Ε5 : για πρόσωπο που, όσον αφορά μια συγκεκριμένη επαγγελματική, επιστημονική κτλ. ιδιότητα, έχει αξία και κύρος τα οποία είναι αναγνωρισμένα και αποδεκτά· (πρβ. διακεκριμένος, διαπρεπής): ~ νομικός / πολιτικός σχολιαστής. || Έγκριτη εφημερίδα· (πρβ. έγκυρη).

[λόγ. < αρχ. ἔγκριτος `που γίνεται δεκτός΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες