Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- έγγραφον το· έγραφον· έγραφος.
-
- 1) Έγγραφο:
- επαναγνώστησαν τα έγγραφα εκείνα (Χρον. Μορ. H 2337).
- 2) Κατάλογος, «κατάστιχο»:
- το έγγραφον της Ερωτοκρατίας (Λίβ. (Lamb.) N 451).
[μτγν. ουσ. έγγραφον (L‑S Suppl.). H λ. και σήμ. (‑ο)]
- 1) Έγγραφο:



