Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: έβγα
14 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
έβγα το [évγa] Ο (άκλ.) : (προφ., λαϊκότρ.) τόπος ή χρόνος εξόδου· έξοδος. ANT έμπα: Στο ~ του χωριού. Στο έμπα χίλιους σκότωσε, στο ~ δυο χιλιάδες. || τέλος χρονικής περιόδου: Στο ~ του χρόνου / του χειμώνα, στα τέλη.

[μσν. έβγα το < ουσιαστικοπ. προστ. έβγα του ρ. βγαίνω]

[Λεξικό Κριαρά]
έβγα το.
  • 1) Αναχώρηση, έξοδος:
    • να θυμάσαι την ημέρα του έβγα σου από την ηγή την Αίγυφτο (Πεντ. Δευτ. XVI 3).
  • 2) (Προκ. για μήνα) λήξη, τέλος:
    • εις το έβγα του Νοεβρίου (Χρον. Μορ. H 2166).
  • 3) (Προκ. για τον ήλιο) ανατολή:
    • (Διήγ. Αλ. V 77).
  • 4) (Προκ. για εμπόριο) εξαγωγή:
    • μουχρούτια, σκοτέλλια … κελεύει το δίκαιον να πλερώσουν δικαίωμαν εις το έβγα (Ασσίζ. 49421).

[β´ πρόσ. εν. προστ. αορ. του εβγαίνω ως ουσ.· πβ. έκβαν. Η λ. στο Meursius και σήμ. ιδιωμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
εβγάζω,
βλ. βγάζω.
[Λεξικό Κριαρά]
εβγαίν(ν)ω,
βλ. βγαίνω.
[Λεξικό Κριαρά]
εβγάλ‑, εβγαλ‑,
βλ. βγάλ‑, βγαλ‑.
[Λεξικό Κριαρά]
εβγαλ(ι)μένος, μτχ.,
βλ. βγάνω.
[Λεξικό Κριαρά]
έβγαλσις η.
  • Έξοδος:
    • η έβγαλσις … (ενν. των Εβραίων) από την Αίγυπτον (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 168r).

[<βγάνω + κατάλ. σις]

[Λεξικό Κριαρά]
εβγαμένος, μτχ.,
βλ. βγάνω.
[Λεξικό Κριαρά]
εβγάνω,
βλ. βγάνω.
[Λεξικό Κριαρά]
εβγαρμένος, μτχ.,
βλ. βγάνω.
< Προηγούμενο   [1] 2   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες