Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: άψυχο
13 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Γεωργακά]
άψυχο [ápsixo] το,
  • inanimate object (ant έμψυχο, ζωντανό, ψυχωμένο):
    • κανείς .. δεν τον φτάνει στη ζωγραφιά των αψύχων, αν είναι τίποτ' ~στη φύση και στην τέχνη (Palam) |
    • όλο με τ' άψυχα παλεύουν· με το νερό, με τον αέρα και με τις ξέρες (Karkavitsas) |
    • άφταρτη φωτιά που καίει, μα που ποτέ δε σβήνει, που και στ' άψυχα ζωής φυσάει πνοή (Vlachogiannis) |
    • άψυχα και έμψυχα συνθέτουν την ομορφιά του Eδιμβούργου (Palaiologos)

[substantiv. n of άψυχος]

[Λεξικό Γεωργακά]
αψυχολόγητα [apsixolόyita] adv (L)
  • without regard for or knowledge of psychology, without psychological insight (ant ψυχολογημένα):
    • ξανάγινε επιθετικός· άγαρμπα κι ~επιθετικός, μην καταλαβαίνοντας πως είχε χάσει το παιγνίδι (Karagatsis) |
    • ξαφνικά ξεσπά το δράμα προς το τέλος του μυθιστορήματος, όμως όχι ~ (Sachinis) [der of αψυχολόγητος; cf kath (neol |
    • Koumanoudis

[1895]) αψυχολογήτως]

[Λεξικό Γεωργακά]
αψυχολόγητο [apsixolόyito] το, (L)
  • object or quality marked by lack of regard for or knowledge of psychology (ant ψυχολογημένο):
    • στο διάλογο ευκολότερα ξεχώριζαν τα παιδιά το περιττό, καθώς και το ψυχολογημένο από το ~(Delmouzos)

[substantiv. n of αψυχολόγητος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αψυχολόγητος -η -ο [apsixolójitos] Ε5 : που δεν τον έχουν ψυχολογήσει, που δεν είναι ψυχολογημένος· για συμπεριφορά που χαρακτηρίζεται λανθασμένη, γιατί δεν παίρνει υπόψη τις ιδιαιτερότητες που υπάρχουν: Aψυχολόγητη ενέργεια / πράξη. Aψυχολόγητο διάβημα. Tα αψυχολόγητα κυβερνητικά μέτρα ξεσήκωσαν το λαό. || που δε συμφωνεί με τους κανόνες της ανθρώπινης ψυχολογίας: Aψυχολόγητοι τύποι / χαρακτήρες ενός λογοτεχνικού έργου. αψυχολόγητα ΕΠIΡΡ.

[λόγ. α- 1 ψυχολογη- (ψυχολογώ) -τος]

[Λεξικό Γεωργακά]
αψυχολόγητος, -η, -ο [apsixolόyitos] (L)
  • ① marked by lack of regard for or knowledge of psychology, lacking psychological insight (ant ψυχολογημένος):
    • ~κριτικός |
    • αψυχολόγητη εξέγερση |
    • αψυχολόγητο κόλπο, λάθος, μυθιστόρημα, φιλμ |
    • λιγώνονται δεν ξέρω από ποιο κάπως ανιστόρητο κι αψυχολόγητο όνειρο ξαναγυρισμού στα καλά τ' αρχαία χρόνια (Palam) |
    • παπαγαλίζανε διάφορες χιλιοειπωμένες αρλούμπες, .. που έφερναν το πιο αντίθετο αποτέλεσμα, έτσι καθώς ήταν αψυχολόγητες (ADoxas)
  • ② psychologically unintelligible or unfathomable:
    • οι Γερμανοί είναι συνήθως αψυχολόγητοι στις φορολογίες τους (Athanasiadis-N) |
    • το κοινό είναι αστάθμητο κι αψυχολόγητο· δεν ξέρεις από πού να το πιάσεις (Koufop) [fr kath (neol |
    • Koumanoudis

[Σ.A.K.]) αψυχολόγητος, cpd w. *ψυχολογητός (: ψυχολογώ)]

[Λεξικό Γεωργακά]
αψυχομάχητος, -η, -ο [apsimáçitos]
  • not having exhibited distress while dying, peaceful:
    • πέθανε ~

[cpd w. *ψυχομαχητός (: ψυχομαχώ 'ψυχορραγώ, πνέω τα λοίσθια'); cf ψυχομάχημα & ψυχομαχητό 'agony of death, death rattle', syn χαροπάλεμα, L ρόγχος & ψυχορράγημα]

[Λεξικό Γεωργακά]
αψυχοπονεσιά [apsixoponesjá] η,
  • lack of compassion, heartlessness, pitilessness (syn αλυπησιά, απονιά, ασπλαχνία, ασυμπονιά, σκληροκαρδία)

[der of αψυχοπόνετος]

[Λεξικό Κριαρά]
αψυχοπόνετος, επίθ.
  • Που δε λυπάται, σκληρόκαρδος:
    • η αψυχοπόνετη … δεν ελυπάτον (Bεντράμ., Γυν. 100).

[<στερ. α‑ + ψυχοπονώ. H λ. και σήμ. ιδιωμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
αψυχοπόνετος, -η, -ο [apsixopόnetos]
  • uncompassionate, heartless, pitiless, unfeeling (syn αλύπητος 2, άπονος2 2, άσπλαχνος, ασυμπόνετος, σκληρόκαρδος)

[fr postmed αψυχοπόνετος, cpd w. *ψυχοπονετός (: ψυχοπονώ); cf (kath) ακαταπόνητος]

[Λεξικό Κριαρά]
άψυχος, επίθ.
  • 1)
    • α) Που δεν έχει ψυχή:
      • άψυχα δέντρα (Διγ. Άνδρ. 41026
      • (στο ουδ. ως ουσ.):
        • κλαίνε τ’ άψυχα και τα εμψυχωμένα (Διακρούσ. 10011
    • β) που δεν έχει ζωή, νεκρός:
      • (Kομν., Διδασκ. Δ 16), (Λίβ. Sc. 2483
    • γ) που δεν έχει αισθήσεις, αναίσθητος, λιπόθυμος:
      • άψυχος, νεκραναίσθητος εφάνη (Διγ. Z 143).
  • 2) Άτολμος, δειλός:
    • (Kορων., Mπούας 51).
  • 3) Άτονος:
    • ω σπανέ … άψυχε (Σπανός A 157).
  • 4) Άσπλαχνος, σκληρόκαρδος:
    • άψυχος εις νουν (Λίβ. Esc. 1644).
  • 5) (Προκ. για ζωγράφο) που δεν μπορεί να δώσει ψυχή και ζωντάνια στο έργο του:
    • (Mανασσ., Ποίημ. ηθ. 170).

[αρχ. επίθ. άψυχος. H λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1] 2   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες