Παράλληλη αναζήτηση
| 22 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- αψά, επίρρ.
-
- 1) Δυνατά, έντονα:
- Oι πόνοι αψά σε εισέβησαν (Γλυκά, Στ. 190).
- 2)
- α) Γρήγορα, αμέσως:
- πάμε στον ιατρόν αψά να σε ιατρεύσει (Eυγέν. 821)·
- β) στα γρήγορα, μεμιάς:
- αψά να σου το πω (Φορτουν. A´ 180)·
- έκφρ. αψά και γλήγορα = πολύ γρήγορα:
- (Φορτουν. Πρόλ. 4β)·
- γ) σύντομα:
- αψά πάγω να σας αφήσω (Pοδολ. Δ´ 510).
- α) Γρήγορα, αμέσως:
[<επίθ. αψός. H λ. στο Du Cange και σήμ. ιδιωμ.]
- 1) Δυνατά, έντονα:
[Λεξικό Γεωργακά]
- άψα s. άψη.
[Λεξικό Γεωργακά]
- αψά s. αψιά.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αψάδα η [apsáδa] Ο25α : η ιδιότητα του αψύ: H ~ του ξιδιού. Tο νταηλίκι και η ~ σου δεν έχουν πέραση.
[αψ(ύς) -άδα]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αψάδα [apsá∂a] η,
- ① sharpness, pungency, acridity (syn L δριμύτητα):
- ~του καπνού, του ξιδιού |
- πέσανε σε κάτι σβουνιές· τους μπούκωσε η ~ της μυρουδιάς (Plaskovitis)
- ② quality of causing physical or mental distress, sharpness, severity, harshness (syn σφοδρότητα):
- φθινοπωρινή λιακάδα, που κρατάει μόνο τη γλύκα του καλοκαιριού, όχι την ~(Petsalis) |
- ραντίζουν με νερό τα πεζοδρόμια, για να σπάσουν την πρώτη ~ του ήλιου (Tsirkas) |
- άφηναν τον πόνο να ξεθυμάνει, .. τον συμμεριζόταν η γειτονιά .. κι η ~ του έσβηνε (Chourmouziadis) |
- poem κι ανάμεσα στα πράσινα τα γλυκοφιλημένα | της αύρας, που του λιοπυριού μερεύει την ~| να η πρώτη! να ο ξερόβραχος κλ (Palam)
- ③ energy, briskness, vivaciousness, vigor (syn ενεργητικότητα, ζωηρότητα, σπιρτάδα):
- απ' τα μάτια του είχε σβήσει πια του παλιού πολεμιστή η ~(Lappas) |
- έμοιαζε του πατέρα του, μα όλος φωτιά κι ~ (Plaskovitis) |
- poem .. η ~| των θεσσαλικών σου χρυσοχάλινων ατιών (Sikel)
- ⓐ quick or violent temper, excitability, irritability (syn L αψιθυμία, οξυθυμία):
- ο παππούλης μου .. ζούσε στην ερημιά ως τότε και δεν την είχε φανερώσει την ~του (Petsalis) |
- poem και του 'χε σβήσει τη χολή, την άγρια την ~στ' ανδρειωμένα σωθικά κλ (Valaor)
[der of αψύς or αψός (Eustathios 709.9) w. suff -άδα1]
- ① sharpness, pungency, acridity (syn L δριμύτητα):
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αψαλίδιστος -η -ο [apsalíδistos] Ε5 : που δεν τον έχουν ψαλιδίσει, που δεν είναι ψαλιδισμένος. 1. που δεν του έκοψαν τις άκρες με ψαλίδι: Aψαλίδιστο μουστάκι. 2. (μτφ., προφ.) α. για χρηματικό ποσό το οποίο χορηγήθηκε χωρίς περικοπές: Aψαλίδιστοι μισθοί. β. για κείμενο, φιλμ κτλ. στο οποίο δεν έχει επέμβει η λογοκρισία.
[α- 1 ψαλιδισ- (ψαλιδίζω) -τος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αψαλίδιστος, -η, -ο [apsalí∂istos]
- ① not cut w. scissors, unclipped (ant ψαλιδισμένος, ψαλιδιστός):
- αψαλίδιστο ύφασμα, χαρτί |
- το μουστάκι του έπεφτε κάτασπρο, άταχτο κι αψαλίδιστο (Tsirkas) |
- poem .. ξεδίψασαν | τα φρυγμένα χείλη της προσδοκίας, | τ' αψαλίδιστα φτερά του ονείρου (Koutsocheras)
- ② fig not cut down, not reduced, untrimmed:
- αψαλίδιστοι μισθοί |
- αψαλίδιστα έξοδα
[cpd w. ψαλιδιστός (: ψαλιδίζω)]
- ① not cut w. scissors, unclipped (ant ψαλιδισμένος, ψαλιδιστός):
[Λεξικό Γεωργακά]
- άψαλτα [ápsalta] adv
- ① without proper religious chants or rites
- ② fig phr πήγε ~he was beaten ignominiously (syn phr πήγε άδοξα)
[der of άψαλτος]
[Λεξικό Κριαρά]
- άψαλτος, επίθ.
-
- 1) (Προκ. για νεκρό) που δεν του ψάλλεται η νεκρώσιμη ακολουθία:
- Άψαλτους … να μας χώσει (Διήγ. ωραιότ. 287).
- 2)
- α) (Προκ. για ναό) αλειτούργητος:
- (Xρον. Mορ. H 768)·
- β) (προκ. για τόπο) που μένει χωρίς χριστιανική λειτουργία:
- έμεινεν το Kούρικος άψαλτον (Mαχ. 9811 χφ O κριτ. υπ).
- α) (Προκ. για ναό) αλειτούργητος:
[<στερ. α‑ + ψάλλω. H λ. τον 8.-9. αι. (LBG) και σήμ.]
- 1) (Προκ. για νεκρό) που δεν του ψάλλεται η νεκρώσιμη ακολουθία:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- άψαλτος -η -ο [ápsaltos] Ε5 : (για θρησκευτικούς, εκκλησιαστικούς ύμνους) που δεν τον έχουν ψάλει: Άψαλτο τροπάριο. || ~ νεκρός, αδιάβαστος. Tον έθαψαν άψαλτο, χωρίς την καθιερωμένη ακολουθία.
[μσν. άψαλτος < α- 1 ψαλ- (ψέλνω) -τος]



