Combined Search
| 10 items total [1 - 10] | << First < Previous Next > Last >> |
- άχρωμα [áxroma] adv
- without feeling or excitement, colorlessly, drably (syn αχρωμάτιστα, near-syn άτονα):
- μιλάει, ρωτάει ~ |
- άλλος παίζει ~, δειλά, κουτά· και άλλος ζωηρά, γενναία, έξυπνα (Papanoutsos) |
- ο ρυθμός και η αρμονία απλώς την στηρίζουν [τη μελωδική γραμμή] και την παρακολουθούν ~ και απρόσωπα (Theodorakis)
[der of άχρωμος]
- without feeling or excitement, colorlessly, drably (syn αχρωμάτιστα, near-syn άτονα):
- αχρωματικός -ή -ό [axromatikós] Ε1 : που έχει σχέση με τον αχρωματισμό: ~ φακός.
[λόγ. < γαλλ. achromatique < a- = α- 1 + αρχ. χρωματικός `που αναφέρεται στο χρώμα΄]
- αχρωματικός, -ή, -ό [axromatikós] (L) phys
- not dispersing light into its constituent colors, achromatic (syn αχρωστικός):
- ~ |
- αχρωματικό πρίσμα [fr kath (neol |
- Koumanoudis
[1809 etc]) αχρωματικός, der of αχρώματος w. suff -ικός]
- not dispersing light into its constituent colors, achromatic (syn αχρωστικός):
- αχρωματισμός ο [axromatizmós] Ο17 : (φυσ.) η διόρθωση του φαινομένου που παρουσιάζουν οι συνηθισμένοι φακοί να δίνουν είδωλα χρωματισμένα κι επομένως ασαφή.
[λόγ. < γαλλ. achromatisme < achroma t(ique) = αχρωματ(ικός) -isme = -ισμός]
- αχρωματισμός [axromatizmós] ο, (L) phys
- quality of not dispersing light into its constituent colors, achromatism (syn, obsol αχρωσία) [fr kath (neol:
- Koumanoudis
[1849 etc]) αχρωματισμός, cpd w. χρωματισμός]
- quality of not dispersing light into its constituent colors, achromatism (syn, obsol αχρωσία) [fr kath (neol:
- αχρωμάτιστα [axromátista] adv
- without adding feeling or excitement, colorless (syn άχρωμα):
- απαγγέλλει λακωνικά και ~
[der of αχρωμάτιστος]
- without adding feeling or excitement, colorless (syn άχρωμα):
- αχρωμάτιστος -η -ο [axromátistos] Ε5 : 1.που δεν κάλυψαν την επιφάνειά του με χρώμα· άβαφος. 2. (μτφ.) α. χωρίς ιδιαίτερη έμφαση στον τόνο της φωνής, χωρίς ύφος: Aχρωμάτιστο διάβασμα. β. που δεν είναι πολιτικά χρωματισμένος: Στις δημοτικές εκλογές οι κομματικοί υποψήφιοι νικήθηκαν από τους αχρωμάτιστους.
αχρωμάτιστα ΕΠIΡΡ. [λόγ. < αρχ. ἀχρωμάτιστος (στη σημ. 1)]
- αχρωμάτιστος, -η, -ο [axromátistos]
- ① to which no color has been added, uncolored, unpainted (syn άβαφος a, ant χρωματισμένος):
- κατασκεύαζαν στο τέλος της δεύτερης χιλιετηρίδας γυαλιά διάφανα κι αχρωμάτιστα (Evelpidis) |
- τα βιβλία του Π. .. στοιβάζονταν γύρω σε ράφια σανιδένια αχρωμάτιστα (Terzakis) |
- θλίβεσαι να το βλέπεις [το ανάκτορο] παραμελημένο, αχρωμάτιστο εδώ και σαράντα τουλάχιστον χρόνια (Floros)
- ⓐ lacking color, colorless (syn in άχροος 1, ant έγχρωμος, χρωματιστός):
- αχρωμάτιστα ρόδα |
- δημιουργούμε την αχρωμάτιστη λάμψη, που έχει το ηλιακό φως (Evelpidis) |
- είναι χλωμός, τα χείλια του αχρωμάτιστα ή καμιά φορά μελανά (Saratsis)
- ② fig lacking contrast, feeling, or excitement, colorless, drab (syn in άχροος 2):
- αχρωμάτιστη φράση, φωνή |
- αχρωμάτιστα λόγια |
- αχρωμάτιστη ποιητική γλώσσα |
- τα ίδια τα λόγια .. τα μεταχειρίζεται ο πεζογράφος, για να μας δώσει γυμνή και αχρωμάτιστη την ιδέα της ζωής (Palam) |
- ο αγοραστής .. ρωτάει την τιμή με τον αχρωμάτιστο εκείνο τόνο, που ρωτάμε κάποιον πώς πάει η υγεία του (Ouranis) |
- άφησαν τη ζωή τους να γίνει φτωχή, αχρωμάτιστη, ταπεινή (Glinos) |
- αχρωμάτιστη πια και χωρίς το φλογερό και οδυνηρό πάθος προβάλλει πάντα η αντινομική πλατωνική στάση (Andronikos)
- ③ not identifying or aligned w. any (political) group or party, not colored, not tinged (near-syn ακομμάτιστος 1, ant βαμμένος, χρωματισμένος):
- είχα μείνει μακριά από το διχασμό και ήμουν πολιτικά ~
- ④ mus lacking chromatic elements or modulation, achromatic (ant χρωματικός):
- ορίζει για το χορό ένα αχρωμάτιστο .. μονοφωνικό μέλος (Thrylos)
[fr kath αχρωμάτιστος ← AG, cpd w. χρωματιστός (Koumanoudis: 1889, 1895 etc) (: χρωματίζω)]
- ① to which no color has been added, uncolored, unpainted (syn άβαφος a, ant χρωματισμένος):
- αχρωματοψία η [axromatopsía] Ο25 : ανωμαλία της όρασης, κατά την οποία ο ασθενής αδυνατεί να διακρίνει τα χρώματα· (πρβ. δαλτονισμός, δυσχρωματοψία): Ολική ή γενική / μερική ~.
[λόγ. < γαλλ. achromatopsie < a- = α- 1 + αρχ. χρωματ- (χρῶμα) + ὄψ(ις) -ie = -ία]
- αχρωματοψία [axromatopsía] η, (L) med
- achromatopsia, color-blindness, daltonism (syn δαλτονισμός):
- μερική, ολική ~ |
- ούτε εκείνος που έχει ~ υποψιάζεται τα χρώματα που δεν βλέπει (Papanoutsos) [fr kath (neol |
- Koumanoudis
[1883]) αχρωματοψία, cpd w. χρωματοψία; cf αυτοψία, βιοψία, νεκροψία etc; cf χρωμάτοψις (Koumanoudis: 1886)]
- achromatopsia, color-blindness, daltonism (syn δαλτονισμός):



