Combined Search
| 8 items total [1 - 8] | << First < Previous Next > Last >> |
- άχρονο [áxrono] το, (L)
- state or quality of being atemporal or independent of time, timelessness:
- ο θεοσοφικός μυστικισμός του ποιητή, που ζει στα άχρονα, δεν αναγνωρίζει ηλικία; (Palam) |
- αρνιούνται την αιωνιότητα, το ~ |
- κατορθώνει .. να συλλάβει την έννοια του άχρονου, του ανιστορικού ή του υπεριστορικού (Panagiotop) |
- τούτο οφείλεται στην αντικειμενικότητα, στο ~
[substantiv. n of άχρονος]
- state or quality of being atemporal or independent of time, timelessness:
- αχρονολόγητα [axronolόyita] adv (L)
- without date:
- σε μερικές εικόνες αναφέρεται ~ το όνομα του αγιογράφου (Vasileiou)
[der of αχρονολόγητος; cf kath adv αχρονολογήτως]
- without date:
- αχρονολόγητο [axronolόyito] το, (L)
- undated (written) material:
- είχα την τύχη να μελετήσω .. στα ακατάταχτα και αχρονολόγητα του αρχείου Ψαλίδα ένα αδημοσίευτο κείμενο του Ψαλίδα (Frangos)
[substantiv. n of αχρονολόγητος]
- undated (written) material:
- αχρονολόγητος -η -ο [axronolójitos] Ε5 : που δεν τον χρονολόγησαν ή που δεν μπορούν να τον χρονολογήσουν, που δεν είναι χρονολογημένος: Aχρονολόγητο ιστορικό μνημείο. Aχρονολόγητα ανασκαφικά ευρήματα. || Aχρονολόγητο έγγραφο, που δεν έχει σημειωμένη επάνω χρονολογία.
αχρονολόγητα ΕΠIΡΡ. [λόγ. α- 1 χρονολογη- (χρονολογώ) -τος μτφρδ. γερμ. undatiert ή γαλλ. non daté]
- αχρονολόγητος, -η, -ο [axronolόyitos] (L)
- undated, dateless (ant χρονολογημένος):
- ~ |
- αχρονολόγητη επιστολή |
- αχρονολόγητο βιβλίο, χειρόγραφο |
- αυτός ο διασκελισμός .. θα σκοντάφτει πάντα σε τραγούδια αχρονολόγητα (Chourmouzios) |
- βρήκε γραμμένο με το χέρι του ποιητή .. άτιτλο, ανυπόγραφο κι αχρονολόγητο αυτό το ποίημα (Tsirkas) [fr kath (neol |
- Koumanoudis
[1836 etc]) αχρονολόγητος, cpd w. *χρονολογητός (: χρονολογώ Koumanoudis: 1856)]
- undated, dateless (ant χρονολογημένος):
- άχρονος, επίθ.
-
- (Θεολ., προκ. για το Θεό) που δεν υπόκειται σε χρονικό περιορισμό:
- πατήρ άναρχος ου μόνον ως άχρονος (Ψευδο-Σφρ. 5165).
[μτγν. επίθ. άχρονος. H λ. και σήμ. ιδιωμ.]
- (Θεολ., προκ. για το Θεό) που δεν υπόκειται σε χρονικό περιορισμό:
- άχρονος -η -ο [áxronos] Ε5 : 1.που δεν υπόκειται σε χρονικά όρια: Ο Θεός είναι ~, αιώνιος. 2. (μουσ.): Άχρονη μελωδία, χωρίς κανονικό μουσικό χρόνο.
άχρονα ΕΠIΡΡ. [λόγ. < ελνστ. ἄχρονος]
- άχρονος, -η, -ο [áxronos] (L)
- ① independent of or unaffected by time, transcending temporal relations, atemporal, intemporal, timeless (ant χρονικός):
- ~ |
- άχρονη αξία, δικαιοσύνη, παράδοση |
- θα πρέπει η άχρονη ιδέα να πραγματωθεί σε μιαν ορισμένη φάση του χρόνου (Tsatsos) |
- να αρθεί η θρησκευτική διδασκαλία επάνω από το νόημα της ιστορίας, να γίνει άχρονη (Dimaras) |
- στην τόσο πλούσια ελληνική μυθολογία .. καμιά ιστορία δεν μένει άχρονη, άτοπη και απρόσωπη (Kakridis) |
- ο μαθηματικός νόμος .., ~ |
- poem .. πάνε εκατό χρόνια | κι ας πάνε· η θύμηση άχρονη μπροστά σου | θα γονατίζει κλ (Palam)
- ② mus having no fixed or regular time or rhythm:
- άχρονη μελωδία
- ③ gramm not expressing time, atemporal:
- ~
- ⓐ having no tense or finite verbal form, tenseless:
- άχρονη πρόταση
- ④ region. not having completed one year (since birth, death etc) (syn in αχρόνιαστος 1):
- άχρονο παιδί
[fr postmed (Somavera), ByzG άχρονος ← PatrG, K, cpd w. χρόνος]
- ① independent of or unaffected by time, transcending temporal relations, atemporal, intemporal, timeless (ant χρονικός):



