Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: άχρηστα
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Κριαρά]
άχρηστα, επίρρ.
  • Mε άσχημο τρόπο:
    • ανάταξά τον άχρηστα (Πικατ. 337).

[<επίθ. άχρηστος. H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
άχρηστα [áxrista] adv
  • uselessly, needlessly (near-syn ανώφελα 2, άσκοπα):
    • σκόρπισε τη ζωή του ~

[fr postmed άχρηστα, der of άχρηστος]

[Λεξικό Γεωργακά]
άχρηστα τα, s. άχρηστο.
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες