Παράλληλη αναζήτηση
| 4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- άχρεια [áxria] τα,
- ① obscene or salacious talk or language, obscenities (syn αισχρολογία, αχρειολογία, βωμολοχία):
- όλο ~ |
- έλεγε καμιά φορά και ~· καμάρωνε πως είχε πάει σε γυναίκες· διηγόταν λοιπόν τα καθέκαστα (Glezos)
- ② unseemly act or behavior, indecency, obscenity (syn ασχήμια 2b, ασχημοσύνη):
- της έκανε ~
[substantiv. n pl of άχρειος (bes αχρείος)]
- ① obscene or salacious talk or language, obscenities (syn αισχρολογία, αχρειολογία, βωμολοχία):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αχρεία [axría] adv (L)
- shamelessly, disgracefully, indecently (near-syn αισχρά, άτιμα):
- φέρθηκε ~ |
- καταλάβαινε ξάστερα τι ~ τονέ γελούσε, σαν του γύρευε συγνώμη (Psichari)
[fr K (3rd c. BC) ἀχρεῖα, der of ἀχρεῖος]
- shamelessly, disgracefully, indecently (near-syn αισχρά, άτιμα):
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αχρείαστος -η -ο [axríastos] Ε5 : κυρίως στην έκφραση ~ να ΄ναι, για κπ. ή για κτ. που ευχόμαστε να μη μας χρειαστεί: Aς υπάρχει ένας γιατρός και στο χωριό μας, ~ να ΄ναι. Πάρε μαζί σου μερικά φάρμακα, αχρείαστα να ΄ναι.
[μσν. *αχρείαστος (πρβ. μσν. αχρειάστως) < α- 1 χρειασ- (χρειάζομαι) -τος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αχρείαστος, -η, -ο [axríastos]
- ① not required, unneeded, unnecessary, useless (syn άχρηστος, ant αναγκαίος2 1):
- phr ~ |
- αχρείαστα να 'ναι και τα γιατρικά σου |
- τι να με κάνεις, καθώς κατάντησα; σου είμαι ~ |
- πουλούσε τα πιο αχρείαστα πράματα για το φανταρόκοσμο (Myriv) |
- ο φάρος φαίνεται από απόσταση 25 μιλίων, αλλά μόνο το καλοκαίρι, που είναι ~ |
- τι να κάνουν τους θησαυρούς; ήταν τόσο αχρείαστοι στο δρόμο που διάλεξαν (Katseli)
- ② unused,unutilized, disused (syn αχρησίμευτος, αχρησιμοποίητος 1):
- του 'στρωσαν να κοιμηθεί σ' ένα καμαράκι, που είχαν αχρείαστο στο μεσόσκαλο (Drosinis) |
- έχει παρακμάσει στο νησί η μελισσοτροφία· και μένουν αχρείαστα τα τετραγωνικά αυτά κυψέλια (Floros) |
- κάπου δέκα ανεμόμυλοι, αχρείαστοι σήμερα, ξεχαρβαλώνονται (id.) |
- poem το μάτι μου είχε πάρει | στο ράφι απάνω, αχρείαστο και παραπεταμένο, | το ίδιο σου λυχνάρι (Myrtiotissa)
[fr postmed (Somavera) αχρείαστος 'not needful' ← MG *αχρείαστος, cpd w. *χρειαστός (: χρειάζομαι); cf ByzG (9th c.) αχρειάστως 'unnecessarily']
- ① not required, unneeded, unnecessary, useless (syn άχρηστος, ant αναγκαίος2 1):



