Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: άχλα
17 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Κριαρά]
άχλα η,
βλ. άχνα.
[Λεξικό Κριαρά]
αχλαγω(γ)ή η,
βλ. οχλαγωγή.
[Λεξικό Κριαρά]
αχλάδα η.
  • Αχλάδι·
    • (εδώ σε παροιμ. φρ.):
      • α θες εσύ κουκκιά κι εκείνη θέλει αχλάδες … (Φαλιέρ., Λόγ. 299).

[<ουσ. αχλάς (9. αι., σχόλ., DGE, LBG) <αρχ. ουσ. αχράς. Η λ. το 14. αι. (LBG, λ. άς), στο Βλάχ. και σήμ. ιδιωμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
αχλάδα [axlá∂a] η, bot
  • ① pear tree (syn απιδιά, αχλαδιά):
    • phr όταν τίναζαν την ~, όσοι λάχαν τόσοι φάγαν when they were shaking the pear tree whoever was present got to eat, said of people happening to encounter an opportunity at the right time (syn phr όποιος πρόλαβε τον Kύριον είδε)
  • ② fruit of the pear tree, pear (syn απίδι 1, αχλάδι):
    • prov πίσω έχει η ~ την ουρά the pear has its stem behind, the bad part will come at the end

[fr postmed αχλάδα ← LK (schol. Theocr. 1.134) ἀχλάς ← K (also pap), AG ἀχράς 'wild pear']

[Λεξικό Γεωργακά]
αχλαδάκι [axla∂áci] το,
  • ① small pear
  • ② fig pear-shaped electric switch:
    • πάτησε το ~ και άναψε το ηλεχτρικό (Tsirkas)

[der of αχλάδιν w. dimin suff -άκι]

[Λεξικό Γεωργακά]
αχλαδάς [axla∂ás] ο,
  • pear seller

[der of αχλάδιν w. suff -άς 2]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αχλάδι το [axláδi] Ο44 : ο καρπός της αχλαδιάς, φρούτο με σαρκώδες περίβλημα, μικρούς σπόρους και ωοειδές σχήμα που συνήθ. στενεύει προς το κοτσάνι· απίδι: ~ άγουρο / ώριμο / γλυκό / στυφό / ζουμερό. Aχλάδια βουτυράτα. Οι κοντούλες είναι ένα είδος αχλαδιών. (λόγ. έκφρ.) μεταξύ τυρού* και αχλαδίου / αχλαδιού. αχλαδάκι το YΠΟKΟΡ. αχλάδα η MΕΓΕΘ. ΦΡ πίσω έχει η ~ την ουρά, λέγεται με ελαφρά απειλητικό τόνο και δηλώνει ότι οι δυσκολίες θα παρουσιαστούν αργότερα ή στο τέλος.

[μσν. *αχλάδιον υποκορ. του αχλάδα < ελνστ. ἀχλάς, αιτ. -άδα `είδος άγριου αχλαδιού΄ (αρχ. ἀχράς)· μσν. αχλάδα που θεωρήθηκε μεγεθ. σε αντίθεση προς το αχλάδι]

[Λεξικό Γεωργακά]
αχλάδι [axlá∂i] το, bot
  • fruit of the pear tree, pear (syn απίδι 1, αχλάδα 2):
    • ~ άγουρο, ζουμερό, στυφό |
    • αχλάδια βουτυράτα μοσκάτα

[fr MG (Du Cange) αχλάδι, der of MG αχλάδιν (Pont: Kerasous) ← K ἀχλάδιον]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αχλαδιά η [axlaδjá] Ο24 : οπωροφόρο δέντρο του οποίου καρπός είναι το αχλάδι· απιδιά: Άγρια ~, γκορτσιά.

[αχλάδ(ι) -ιά]

[Λεξικό Γεωργακά]
αχλαδιά [axla∂já] η,
  • pear tree (syn απιδιά, αχλαδιά 1):
    • μια λιγνή ~ έμπλεξε τα κλωνιά της πάνω στον τριχωτό κορμό του φοίνικα (KPolitis)

[fr postmed (Somavera αχλαδιά ← MG (& dial in Avlonari, Eub) αχλαδέα, der of LK ἀχλάς]

< Προηγούμενο   [1] 2   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες