Combined Search
| 14 items total [1 - 10] | << First < Previous Next > Last >> |
- άχαρα1 [áxara] adv
- ① without gladness, joylessly, sadly (near-syn θλιβερά, ant χαρούμενα):
- εξακολουθεί έτσι να την αγαπά ιδανικά, χιμαιρικά, ~ (Palam) |
- οι γιορτές των Xριστουγέννων πέρασαν ~ και στενόχωρα (Karagatsis)
- ② phr του ήρθε ~ he felt badly, he felt sick (syn phr αισθάνθηκε άσχημα)
[der of άχαρος1]
- ① without gladness, joylessly, sadly (near-syn θλιβερά, ant χαρούμενα):
- άχαρα2 [áxara] adv
- ungracefully, gracelessly, awkwardly (ant χαριτωμένα):
- ντυμένος ~ |
- κάθεται, μορφάζει, χαμογελά ~ |
- βιβλίο ~ μεταφρασμένο |
- θα ήταν λάθος μας να διασπάσομε σχολαστικά και ~ την ενότητα της ερμηνείας |
- πηδούσε σαν κατσίκι ~, προπορευόταν (Terzakis) |
- poem .. κρατάει ~ | καταμέσα | τις ξεφλουδισμένες απαλάμες της (Kaftantzis)
[der of άχαρος2]
- ungracefully, gracelessly, awkwardly (ant χαριτωμένα):
- αχάραγα [axáraγa] επίρρ. χρον. : (λογοτ., λαϊκότρ.) πριν χαράξει, πριν ξημερώσει.
[αχάραγ(ος) επίρρ. -α < α- 1 χαρά(ζει) -γος]
- αχάραγα [axáraγa] adv (& τ' αχάραγα)
- before sunrise, before dawn (syn άκραχτα, αξημέρωτα, άφωτα, αφώτιστα):
- ξύπνησε ~ |
- έφευγε από την αγκαλιά τους, σκοτεινά κι ~ (Chatzianagnostou) |
- poem κι όλη τη νύχτα και τ' ~ δρομούσε το καράβι (Homer Od 2.434 Kaz-Kakr) |
- άσπρα μου προβατάκια, πού σας πάνε ~; (Melissanthi)
[der of αχάραγος, cpd of privat. pref α- & stem χαραγ- (: χαραγ-μένος); cf αβάσταγα, αχόρταγα etc]
- before sunrise, before dawn (syn άκραχτα, αξημέρωτα, άφωτα, αφώτιστα):
- αχάραγος s. αχάραχτος.
- αχαρακτήριστος -η -ο [axaraktíristos] Ε5 : 1.που δεν είναι χαρακτηρισμένος, που δεν τον έχουν χαρακτηρίσει. 2. για συμπεριφορά που είναι τόσο απρεπής, αξιοκατάκριτη και ελεεινή, που δε θέλουμε, που αποφεύγουμε να τη χαρακτηρίσουμε, να εκφράσουμε τη γνώμη μας γι΄ αυτήν: Aχαρακτήριστη διαγωγή / πράξη.
[λόγ.: 1: ελνστ. ἀχαρακτήριστος `χωρίς διακριτικό χαρακτηριστικό΄· 2: σημδ. γαλλ. inqualifiable]
- αχαρακτήριστος, -η, -ο [axaraktíristos] (L) (& αχαραχτήριστος)
- :
- αχαρακτήριστα υποδήματα |
- δεν πιστεύουν πως ένας τόπος τόσο ~ ακόμα και μια κοινωνία που καρκινοβατεί μπορούν ν' αποτελέσουν θέμα λογοτεχνικού έργου (Melas)
- ① unspeakable, scandalous, unprincipled (syn ακατονόμαστος 2, ανομολόγητος 2):
- αχαρακτήριστη πράξη, συμπεριφορά |
- φέρθηκε με τρόπο αχαρακτήριστο |
- θεωρείται αχαρακτήριστη επειδή αλλάζει ρούχα συχνά |
- κι ο Παλαμήδης πολύ αχαραχτήριστος κι αυτός· στάθη το σκάνταλο σε όλους (Makryg)
[fr kath αχαρακτήριστος ← PatrG (Hippol.+), cpd w. *χαρακτηριστός (: χαρακτηρίζω); cf der of χαρακτηριστ-ικός (Dionys. Halic., 1st c. BC) & χαρακτηριστέον (Hermogenes, 2nd c. AD)]
- αχάρακτος s. αχάραχτος.
- αχάρακτος -η -ο [axáraktos] & αχάραχτος -η -ο [axáraxtos] Ε5 : που δεν τον έχουν χαράξει, που δεν είναι χαραγμένος: Tα ονόματα ήταν αχάρακτα. || ~ δρόμος, ασχεδίαστος.
[-χτ-: ελνστ. ἀχάρακτος με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] · -κτ-: λόγ. επίδρ.]
- αχαράκωτος -η -ο [axarákotos] Ε5 : που δεν τον έχουν χαρακώσει, δεν του έκαναν παράλληλες γραμμές· που δεν είναι χαρακωμένος: Aχαράκωτη κόλα χαρτιού.
[α- 1 χαρακώ(νω) -τος (διαφ. το ελνστ. ἀχαράκωτος `χωρίς φράχτη, ανοχύρωτος΄)]



