Παράλληλη αναζήτηση
| 5 εγγραφές [1 - 5] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- άφωνα [áfona] adv
- ① without producing a voice, without speaking, in silence, voicelessly (syn άλαλα, αλάλητα, αμίλητα, βουβά, σιωπηλά):
- κοιτάζει, σαρκάζει ~ |
- κουνάει το κεφάλι της ~ |
- χαιρόμασταν ~ για τούτη την αναπάντεχη ευδαιμονία να γίνουμε ξαφνικά πρωτόγονοι (Zappas) |
- την έβλεπε μόνον ατενώς στα μάτια, .. λέγοντάς της ~ πως ήθελε πρώτα την αμοιβή του (Karkavitsas) |
- την έσφιξε στην αγκαλιά του ~ (Drosinis) |
- έσμιξε ~ τα λευκά της χέρια και βγήκε (Karvounis) |
- ανοίγει το στόμα, μα φωνή δεν ακούεται· το ανοιγοκλείνει ~ (Tsirkas)
- ② inaudibly, faintly (syn ανάκουστα 1, σιγά, χαμηλόφωνα, ant φωναχτά):
- 'παντού σπέρνω τη δυστυχία' έκανε τέλος ~ (Terzakis) |
- μιλούσε τόσο ~ που η γριά έσκυψε το κορμί της μπρος, για να τον ακούσει (Tsirkas)
[fr AG ἄφωνα, der of ἄφωνος; cf (Koumanoudis: 1888) adv αφωνητί]
- ① without producing a voice, without speaking, in silence, voicelessly (syn άλαλα, αλάλητα, αμίλητα, βουβά, σιωπηλά):
[Λεξικό Κριαρά]
- αφωνάζω,
- βλ. φωνάζω.
[Λεξικό Γεωργακά]
- αφωνάλαλος, -η, -ο [afonálalos] (written also άφων' άλαλος & region. αφωνόλαλος)
- ① producing no voice or sound, voiceless, speechless, silent (syn άφωνος2 2):
- έκαμε το σταυρό του κι έμεινε ~ (Karkavitsas) |
- αφωνάλαλα τα πάντα· ούτε σκυλιού γάβγισμα ούτε προβάτου βέλασμα .. πουθενά (id.)
- ② marked by silence, silent (syn άφωνος2 3b):
- την αφωνάλαλη ώρα .. αφήστε τ' άχαρα λημέρια σας (Vlachogiannis) [fr phr άφωνος
[και] άλαλος]
- ① producing no voice or sound, voiceless, speechless, silent (syn άφωνος2 2):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αφώναχτα [afόnaxta] adv
- without shouting (ant φωναχτά)
[der of αφώναχτος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αφώναχτος, -η, -ο [afόnaxtos]
- ① not having shouted
- ② not asked for, uncalled for, uninvited (near-syn απροσκάλεστος)
[cpd w. φωνακτός φωναχτός (: φωνάζω)]



